ἀναιρέσει

ἀναιρέσει
ἀναίρεσις
taking up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναιρέσεϊ , ἀναίρεσις
taking up
fem dat sg (epic)
ἀναίρεσις
taking up
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • отъ˫атиѥ — ОТЪ˫АТИ|Ѥ (18), ˫А с. 1.Действие по гл. отъ˫ати в 1 знач.: прибывающеѥ же има приобрѣтениѥ. по ѿ˫атию ˫авѣ. ˫ако по ѹрѧду. по средѣ главъ тѣхъ раздѣлѧти. МПр XIV2, 185; по ѿ˫атьи бо стадъ и воловъ. и иного всего погибень˫а. ПНЧ к. XIV, 152б; ||… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • погоублениѥ — ПОГОУБЛЕНИ|Ѥ (29), ˫А с. Действие по гл. погѹбити. 1.В 1 знач.: Заклань˫а же и градомь погублень˫а… не ѿнудьнудно [вм. ѿнудьно] бываеть. на ползу инѣмъ. (ἁλώσεις) ПНЧ к. XIV, 112в; | образн.: смотримъ ѹбо ѥгда како вскочить нѣкто въ градъ д҃шь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SCYTALE — I. SCYTALE Graece Σκυτάλη, genus Epistolae secretae,d Laconibus olim usitatae, de qua sic A. Gellius l. 17. c. 9. Lacedaemonii veteres, quum dissimulare et occultare liter as publice ad Imper atores suos missas volebant, ne si ab hostibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek

  • αναιρέσιμος — η, ο 1. αυτός που επιδέχεται δικαστική αναίρεση, που είναι δυνατόν να ανακληθεί, ο ακυρώσιμος 2. αυτός που μπορεί να τόν αναιρέσει κανείς, ο διαψεύσιμος 3. αυτός που μπορεί να τόν αθετήσει κανείς, ο αθετήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση ( ις) ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • ευδιάσειστος — εὐδιάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)] …   Dictionary of Greek

  • πενταρχία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. αρχή, εξουσία που ασκείται από πέντε άτομα μαζί 2. η εποπτική αρχή τών πέντε μεγάλων δυνάμεων Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσίας και Ρωσίας που συστάθηκε στις αρχές τού περασμένου αιώνα, η Ιερά Συμμαχία 3. φρ. «πενταρχία τών… …   Dictionary of Greek

  • Αργέντης — Επώνυμο λογίων και ενός εθνικού ευεργέτη από τη Χίο. 1. Ευστράτιος (Χίος 1685; – 1756;). Ιατροφιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Γερμανία και την Ιταλία. Η πραγματική του κλίση όμως ήταν στη θεολογία. Ως σύμβουλος του… …   Dictionary of Greek

  • Γαβράς — Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας, που ήταν γνωστή ήδη από τον 11ο αι. Τα μέλη της αναδείχτηκαν σημαντικοί στρατηγοί έως και τον 13o αι. Μεταγενέστερα εμφανίζονται με το ίδιο επώνυμο αξιόλογοι λόγιοι και συγγραφείς. Η καταγωγή εκείνων που… …   Dictionary of Greek

  • διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”